Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τῷ Μιθριδάτῃ

См. также в других словарях:

  • Μιθριδάτῃ — Μιθριδάτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μιθριδάτηι — Μιθριδάτῃ , Μιθριδάτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λούκουλλος, Λεύκιος Λικίνιος — (Lucius Licinius Lucullus, 117 – 58/56 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός και πολιτικός, διάσημος για την πολυτελή ζωή του. Καταγόταν από αριστοκρατική, αλλά φτωχή οικογένεια. Αρχικά εργαζόταν στην υπηρεσία του Σύλλα στην Ασία, όπου και παρέμεινε στη… …   Dictionary of Greek

  • Τιγράνης — Όνομα βασιλιάδων της Αρμενίας. 1. Βασιλιάς που αναφέρεται από τον Ξενοφώντα στην Κύρου Ανάβαση, ως υποτελής των Αχαιμενιδών. Ο T., διέταξε τον Τιρίβαζο, έναν από τους διοικητές του, να επιτεθεί εναντίον των Ελλήνων, όταν περνούσαν μέσα από την… …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • Ακουίλιος Μάνιος — Όνομα δύο Ρωμαίων υπάτων. 1. A.Μ. (τέλη 2ου αι. π.Χ.). Ύπατος το 129 π.Χ. Πολέμησε στη Μικρά Ασία εναντίον του γιου του βασιλιά της Περγάμου ΕυμένηΒ’ και κατέλαβε πολλές πόλεις, που τις εκπορθούσε δηλητηριάζοντας τις πηγές. Ο θρίαμβός του έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Αριαράθης — Όνομα βασιλιάδων της Καππαδοκίας, που κατάγονταν από τον Φαρνάκη και την αδελφή του Καμβύση, Άτοσσα. 1. Α. Α’ (405; – 322 π.Χ.). Δυνάστης της Καππαδοκίας, υποτελής του Αρταξέρξη Γ’, ο οποίος μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου έγινε κυρίαρχος… …   Dictionary of Greek

  • Αριοβαρζάνης — (περσ. Αριγιαβαρζάνα). Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σατράπης της Περσίδας (4ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αρτάβαζου, σατράπη της ελλησποντιακής Φρυγίας. Προσπάθησε vα ανακόψει την προέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τα Σούσα προς την Περσέπολη,… …   Dictionary of Greek

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • μιθριδατισμός — (Ιατρ.). Ο εθισμός του οργανισμού σε μεταλλικές ή οργανικές τοξικές ουσίες, που προκαλείται με τη λήψη μικρών αρχικά δόσεων, οι οποίες σταδιακά αυξάνουν. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, ο οργανισμός του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»